- αυτούργημα
- αὐτούργημα, το (AM) [αυτουργώ]μσν.η κτηματική περιουσίααρχ.η πράξη που έχει γίνει από κάποιον, έργο των ίδιων των χεριών κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτούργημα — a piece of one s own work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτουργημάτων — αὐτούργημα a piece of one s own work neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτουργήματα — αὐτούργημα a piece of one s own work neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)